ἀμελητής
From LSJ
Τὸ ζῆν ἀλύπως ἀνδρός ἐστιν εὐτυχοῦς → Satis beati est esse sine maeroribus → Ein Leben ohne Leid führt nur, wer glücklich ist
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who neglects, Gal.3.827.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμελητής: -οῦ, ὁ, ὁ παραμελῶν, ὁ ὀλιγωρῶν, Γαλην. 4, σ. 390, Λοβ. Φρύνιχ. 514.