νομοθέτης
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
English (LSJ)
ου, ὁ,
A lawgiver, Antipho 5.15, Th.8.97, Pl. R.429c, Ep.Jac.4.12, etc. II in pl., at Athens, a committee charged with the revision of the laws, Decr. ap. And.1.83, IG22.140.8, D.3.10, Lex ap.eund.24.21, etc.
Greek (Liddell-Scott)
νομοθέτης: -ου, (τίθημι) ὁ τιθείς νόμους, Ἀντιφῶν 131, 13, Θουκ. 8. 97, Πλάτ. Πολ. 429C, κτλ. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις οἱ Νομοθέται ἦσαν πολυάριθμός τις ἐπιτροπὴ ἐκ δικαστῶν, εἰς οὓς ἦτο ἀνατεθειμένη ἡ ἀναθεώρησις τῶν νόμων, Ἀνδοκ. 11. 27, Δημ. 31. 11., 706. 22 κἑξ.· πρβλ. Herm. Pol. Ant. § 131. 4.