Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
ἐγκολπιστέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἐγκολπίζω, δεῖ ἐγκολπίζειν, Γερμ. Κ/πόλεως, Cod. Coisl. 278, φύλλ. 215 v0.