ἐμπλέκτης

From LSJ
Revision as of 09:52, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_19)

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπλέκτης Medium diacritics: ἐμπλέκτης Low diacritics: εμπλέκτης Capitals: ΕΜΠΛΕΚΤΗΣ
Transliteration A: empléktēs Transliteration B: emplektēs Transliteration C: emplektis Beta Code: e)mple/kths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one who plaits hair, Gloss.:—fem. ἐμπλέκ-τρια, ib., EM528.5.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπλέκτης: -ου, ὁ, ὁ πλέκων τὰς κόμας, κομμωτής, Γλωσσ.: θηλ. ἐμπλέκτρια = κομμώτρια, «κομμώτριαν Ἀττικῶς, ἐμπλέκτριαν Ἑλληνικῶς» Μοῖρις 237· - «κομμώτρια, ἐμπλέκτρια, ἡ κοσμοῦσα τὰς γυναῖκας» Σουΐδ.