διάγνωσις
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
εως, ἡ,
A distinguishing, τὴν δ. ποιεῖσθαι ὁποῖοι ἐκράτουν ἢ ἐκρατοῦντο Th.1.50; means of distinguishing or discerning, E.Hipp. 926; καλῶν ἢ μὴ τοιούτων τίς δ.; D.18.128; δ. φωνῆς καὶ σιγῆς Arist. Cael.290b27; of medical diagnosis, δ. ποιεῖσθαι Hp.VC10, Gal.8.766, etc. 2 power of discernment, E.Hipp.696. II resolving, deciding, δ. ποιεῖσθαι Antipho 6.18; περί τινος D.18.7; ταχίστην ἔχει δ. Isoc.1.34; τοῦ ὃ πρακτέον ἐστίν Metrod.Fr.27; δ. τῆς ἀξίας ποιεῖσθαι to determine the value, Pl.Lg.865c; = Lat. cognitio, Act.Ap.25.21, BGU19i20 (ii A. D.), 891r24 (ii A. D.); ἐπὶ διαγνώσεων τοῦ Σεβαστοῦ, = Lat. a cognitionibus Augusti, IG14.1072, cf. Ephes.3 No.51 (iii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
διάγνωσις: -εως, ἡ, τὸ διακρίνειν, μέσον πρὸς διάκρισιν, Εὐρ. Ἱππ. 926· καλῶν ἢ μὴ τοιούτων τίς δ.; Δημ. 269. 27· δ. φωνῆς καὶ σιγῆς Ἀριστ. Οὐρ. 2. 9, 4· ἰδίως ἐπὶ τῆς ἰατρικῆς διαγνώσεως, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 901, Γαλην. 5, 121. 2) δύναμις τοῦ διακρίνειν, Εὐρ. Ἱππ. 696. ΙΙ. σχηματισμὸς γνώμης, ἀπόφασις, δ. ποιεῖσθαι, διαγινώσκω, ἀποφασίζω, ὁρίζω τι, Ἀντιφῶν 143. 30, Θουκ. 1. 50· ταχίστην ἔχει δ. Ἰσοκρ. 9C· δ. τῆς ἀξίας ποιεῖσθαι, ὁρίζω τὴν ἀξίαν, Πλάτ. Νόμ. 865C· δ. περί τινος Δημ. 227. 25.