διάγνωσις

From LSJ
Revision as of 09:52, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_8)

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάγνωσις Medium diacritics: διάγνωσις Low diacritics: διάγνωσις Capitals: ΔΙΑΓΝΩΣΙΣ
Transliteration A: diágnōsis Transliteration B: diagnōsis Transliteration C: diagnosis Beta Code: dia/gnwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A distinguishing, τὴν δ. ποιεῖσθαι ὁποῖοι ἐκράτουν ἢ ἐκρατοῦντο Th.1.50; means of distinguishing or discerning, E.Hipp. 926; καλῶν ἢ μὴ τοιούτων τίς δ.; D.18.128; δ. φωνῆς καὶ σιγῆς Arist. Cael.290b27; of medical diagnosis, δ. ποιεῖσθαι Hp.VC10, Gal.8.766, etc.    2 power of discernment, E.Hipp.696.    II resolving, deciding, δ. ποιεῖσθαι Antipho 6.18; περί τινος D.18.7; ταχίστην ἔχει δ. Isoc.1.34; τοῦ ὃ πρακτέον ἐστίν Metrod.Fr.27; δ. τῆς ἀξίας ποιεῖσθαι to determine the value, Pl.Lg.865c; = Lat. cognitio, Act.Ap.25.21, BGU19i20 (ii A. D.), 891r24 (ii A. D.); ἐπὶ διαγνώσεων τοῦ Σεβαστοῦ, = Lat. a cognitionibus Augusti, IG14.1072, cf. Ephes.3 No.51 (iii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

διάγνωσις: -εως, ἡ, τὸ διακρίνειν, μέσον πρὸς διάκρισιν, Εὐρ. Ἱππ. 926· καλῶν ἢ μὴ τοιούτων τίς δ.; Δημ. 269. 27· δ. φωνῆς καὶ σιγῆς Ἀριστ. Οὐρ. 2. 9, 4· ἰδίως ἐπὶ τῆς ἰατρικῆς διαγνώσεως, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 901, Γαλην. 5, 121. 2) δύναμις τοῦ διακρίνειν, Εὐρ. Ἱππ. 696. ΙΙ. σχηματισμὸς γνώμης, ἀπόφασις, δ. ποιεῖσθαι, διαγινώσκω, ἀποφασίζω, ὁρίζω τι, Ἀντιφῶν 143. 30, Θουκ. 1. 50· ταχίστην ἔχει δ. Ἰσοκρ. 9C· δ. τῆς ἀξίας ποιεῖσθαι, ὁρίζω τὴν ἀξίαν, Πλάτ. Νόμ. 865C· δ. περί τινος Δημ. 227. 25.