ἐγκλειστέον
From LSJ
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
English (LSJ)
A one must shut up, Gp.14.7.18.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκλειστέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἐγκλείσῃ, Γεωπ. 14. 7, 18.