ἐγκλειστέον

English (LSJ)

one must shut up, Gp.14.7.18.

Spanish (DGE)

hay que enjaular τὰς ὄρνις Gp.14.7.18.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκλειστέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἐγκλείσῃ, Γεωπ. 14. 7, 18.