ἀρχι-
From LSJ
Menander, Monostichoi, 483
English (LSJ)
insep. Prefix,
A like ἀρχε-, from the same Root as ἄρχω, ἀρχός.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχι-: ἀχώριστον πρῶτον συνθετικ. ὡς τὸ ἀρχε-, ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ὡς τὰ ἄρχω, ἀρχὸς (πρβλ. Ἀγγλ. arch-, Γερμ. Erz-), κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν μεταγεν. λέξεσιν.