ἐγγελάω
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
fut. -άσομαι [ᾰ],
A laugh at, mock, τοῖς ποιουμένοις S.El.277, cf. E.Med. 1355; in tmesi, γέλωτ' ἐν σοὶ γελῶ S.Ant.551 codd.; κατά τινος Id.OC1339: without dat. expressed, Id.El.807, E.Med.1362; εἴς τινα Herod.1.77:—Pass., Luc.Ind.15. II laugh in or among, αὔρα ἐγγελῶσα κύμασιν Sosicr.2.
German (Pape)
[Seite 700] (s. γελάω) verlachen, verspotten; absolut, Soph. El. 807; Eur. Med. 1362; τινί, Soph. El. 277; Mel. 36 (XII, 23); κατά τινος, Soph. O. C. 1339; übertr., Sosicrates bei Ath. XI, 474 a, λεπτὴ δὲ κυρτοῖς ἐγγελῶσα κύμασιν αὔρα, sanft hineinrauschend; s. γελάω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγγελάω: μέλλ. -άσομαι ᾰ, γελῶ κατὰ πρόσωπον, περιγελῶ, περιπαίζω, χλευάζω, Λατ. irridere, τινι Σοφ. Ἠλ. 277, Εὐρ. Μήδ. 1355· εἰ γελῶ γ’, ἐν σοὶ γελῶ (κατὰ διόρθωσιν τοῦ Heath ἣν παρεδέξατο καὶ ὁ Jebb ἀντὶ τοῦ εἰ γελῶτ’ τοῦ Λ. χειρογρ.) Σοφ. Ἀντ. 551· κατά τινος ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1339 (πρβλ. ἐπεγελάω)· ἀλλ’ ἡ δοτ. συχνάκις παραλείπεται, ὁ αὐτ. Ἠλ. 807, Εὐρ. Μήδ. 1362. ΙΙ. γελῶ ἐντὸς ἢ μεταξύ, αὔρα κύμασιν ἐγγελῶσα Σωσικράτης ἐν «Φιλαδέλφοις» 1.