δελφακόομαι
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
English (LSJ)
Pass.,
A grow up to pighood, Ar.Ach.786.
German (Pape)
[Seite 544] vom Ferkel zur Sau heranwachsen, Ar. Ach. 751.
Greek (Liddell-Scott)
δελφᾰκόομαι: παθ., αὐξάνομαι εἰς χοῖρον, ἀποχοιροῦμαι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 786.