ἀνθρακίζω
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
A make charcoal of, roast or toast, Ar.Pax1136; carbonize, PHolm.6.4.
German (Pape)
[Seite 233] zu Kohlen brennen, Ar. Pax 1102. Bei Sp. intrans., schwarz wie eine Kohle aussehen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρακίζω: μέλλ. -ίσω καὶ ιῶ = ἀνθρακόω, κἀνθρακίζων τοὐρεβίνθου Ἀριστοφ. Εἰρ. 1136, ὀπτῶ ἐπὶ ἀνθρακιᾶς, ἡ γὰρ θεὸς σ’ ὡς ἐπύθεθ’ ἥκοντ’... βοῦν ἀπηνθράκιζ’ ὅλον ὁ αὐτ. Βάτρ. 506. ΙΙ. ὁμοιάζω τῷ πολυτίμῳ λίθῳ ἄνθρακι, τόπαζος ἐρυθρὸς καὶ ἀνθρακίζων, Ἐκκλ., ἴδε ἐν λέξ. ἄνθραξ ΙΙ.