διαμφισβητέω

From LSJ
Revision as of 09:57, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

Καλὸν τὸ καιροῦ παντὸς εἰδέναι μέτρον → Occasionis nosse res pulchra est modum → Schön ist's, das Maß zu kennen jeder rechten Zeit

Menander, Monostichoi, 273
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμφισβητέω Medium diacritics: διαμφισβητέω Low diacritics: διαμφισβητέω Capitals: ΔΙΑΜΦΙΣΒΗΤΕΩ
Transliteration A: diamphisbētéō Transliteration B: diamphisbēteō Transliteration C: diamfisviteo Beta Code: diamfisbhte/w

English (LSJ)

   A dispute, disagree, πρὸς ἀλλήλους περί τινος Decr. ap.D.18.185, cf. Arist.MM1211a14; τινὶ περὶ μουσικῆς Ath.8.351a; ἀρετῆς κτλ. Plu.2.787d; δ. περί τινος lay claim to, Arist.Pol.1283b14; πρός τι ib.1287b35; δ. ποῖα θερμὰ τῶν ζῴων Id.PA648a24: abs., Id.Pol.1283a30, CPR1.20 (i A.D.), etc.:—Pass., διαμφισβητεῖται περὶ φιλίας οὐκ ὀλίγα not a few questions are debateable, Arist.EN1155a32; τὰ διαμφισβητούμενα the points at issue, D.44.57.

German (Pape)

[Seite 591] unter einander streiten; πρὸς ἀλλήλους περί τινος Dem. 18, 185 (im Psephisma); πρός τινα, Arist. Polit. 3, 16; περί τινος, 3, 13; Pol. 28, 9 u. a. Sp.; τινί τινος, mit Einem um etwas streiten, Plut. an seni 7; διαμφισβητεῖται, es wird gestritten, gezweifelt, Arist. Eth. Nic. 8, 1; τὰ διαμφισβητούμενα, streitige Punkte, Dem. 44, 57; Pol. 12, 16.

Greek (Liddell-Scott)

διαμφισβητέω: διαφιλονικῶ, διαφωνῶ, πρὸς ἀλλήλους περί τινος Δημ. 290. 16., 1097. 23· τινι περί τινος Ἀθήν. 351Α· τινί τινος Πλούτ. 2. 787C· δ. περί τινος μόνον, Ἀριστ. Πολ. 3. 13, 6· πρός τι αὐτ. 3. 16, 13· δ. ποῖα θερμὰ τῶν ζῴων ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 2. 2, 9· ἀπολ., ὁ αὐτ. Πολ. 3. 12, 2. - Παθ., διαμφισβητεῖται περὶ φιλίας οὐκ ὀλίγα, οὐκ ὀλίγα ζητήματα ἐγείρονται, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 8. 1, 6· τὰ διαμφισβητούμενα, περὶ ὧν ἡ συζήτησις, Δημ. 1097. 23.