κεραυνοβλής
From LSJ
English (LSJ)
ῆτος, ὁ, ἡ, = sq., Thphr.HP3.8.5, Tz.H.4.267.
German (Pape)
[Seite 1422] ῆτος, vom Donnerkeil getroffen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
κεραυνοβλής: ῆτος, ὁ, ἡ, ὁ ὑπὸ κεραυνοῦ βληθείς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 5.