συνοικουρέω
From LSJ
Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück
English (LSJ)
A live at home together, D.H.8.46; ὅπως [Ἔρως] συνοικουρῇ τῷ γάμῳ Plu.2.769d. II metaph. of rust, adhere throughout, Ph.Bel.60.25.
Greek (Liddell-Scott)
συνοικουρέω: οἰκουρῶ, μένω ἐν τῷ οἴκῳ ὁμοῦ, συνδιαμένω, Διον. Ἁλ. 8. 46.