Τροιζήν
Τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει μάτην → Ne tu labores frustra in iis, quae nil iuvant → Müh nicht umsonst mit dem, was dir nichts nützt, dich ab
English (LSJ)
ῆνος, ἡ, Troezen in Argolis, Il.2.561, Hdt.8.41, etc.:—Adj. Τροιζήνιος, α, ον, E.Hipp.12, etc.; fem. Τροιζηνίς, ίδος
A, τὴν Τ. γῆν Th.2.56: οἱ Τροιζήνιοι the people, Hdt.7.99. (Usu. Τροζ- in Inscrr. up to ii B. C., as IG22.1673.57, al.; so Dor. Τροζάν ib.42(1).102.219 (Epid., iv B. C.), etc.: Τροιζ- first in Τροιζάνιος ib.4.727A2 (Hermione, iv B. C.), Τροιζήνιος SIG169.29 (Iasus, iv B. C.); rarely Τρυζήν IG4.619 (Argos):—Τροίζηνος, ὁ, father of Euphemos the Ciconian, ll.2.847, cf. Sch.Il.Oxy.1087.24.)
Greek (Liddell-Scott)
Τροιζήν: ῆνος, ἡ, πόλις ἐν Ἀργολίδι, Ἰλ. Β. 561, Ἡρόδ., κλπ. - ἐπίθ. Τροιζήνιος, α, ον, Εὐρ. Ἱππόλ. 12, κλπ.· θηλ. Τροιζηνίς, ίδος, τὴν Τροιζηνίδα γῆν Θουκ. 2. 56· οἱ Τριζήνιοι, οἱ κάτοικοι, Ἡρόδ. 7. 99.