ἡμι-
From LSJ
English (LSJ)
insep. Prefix, used in compos.,
A half-. (Cf. Skt. sāmi-, Lat. sēmi-.)
Greek (Liddell-Scott)
ἡμῐ-: ἀχώριστον πρῶτον συνθετ. σημαῖνον τὸ ἥμισυ. (Ἡ ῥίζα τοῦ ἥμισυς· πρβλ. Σανσκρ. sâmi, Λατ. semi-, semis, Ἀρχ. Γερμ. sâmi. Ὁ Curt. σχετίζει τὸν τύπον μετὰ τοῦ Σανσκρ. sâma (ἴδε ἅμα), ἴσος, εἰς δύο ἴσα μέρη). - Πρβλ. Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατ. σ. 285.