ἐγκράζω
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
English (LSJ)
aor. ἐνέκρᾰγον: pf. -κέκρᾱγα:—
A to cry aloud at one, esp. in anger, τινί v.l. in Ar.Pl.428; ἐπί τινα v.l. in Th.8.84; φωνεῖν ὀξὺ καὶ ἐγκεκραγός Arist.Phgn.813b5.
German (Pape)
[Seite 709] (s. κράζω), auf Einen losschreien, τινί, Ar. Plut. 427 u. Sp.; ἐπί τινα, Thuc. 8, 84, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκράζω: μέλλ. -κράξομαι: ― ἀόρ. ἐνέκρᾰγον: ― κράζω μεγαλοφώνως πρός τινα, ἰδίως μετὰ θυμοῦ, τινὶ Ἀριστ. Πλ. 428· ἐπί τινα Θουκ. 8. 84· φωνεῖν ὀξὺ καὶ ἐγκεκραγὸς Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 51.