συνεργής
From LSJ
English (LSJ)
ές,
A working with, co-operating, Aristeas 242. Adv., -γῶς ἔχειν εἴς τι Phld.Oec. p.19 J.
Greek (Liddell-Scott)
συνεργής: -ές, ὁ μετά τινος ἐργαζόμενος, συνεργὲς εὐλόγως γενόμενον Ἀριστέας περὶ τῶν Ἑβδομ. σ. 125.
Full diacritics: συνεργής | Medium diacritics: συνεργής | Low diacritics: συνεργής | Capitals: ΣΥΝΕΡΓΗΣ |
Transliteration A: synergḗs | Transliteration B: synergēs | Transliteration C: synergis | Beta Code: sunergh/s |
ές,
A working with, co-operating, Aristeas 242. Adv., -γῶς ἔχειν εἴς τι Phld.Oec. p.19 J.
συνεργής: -ές, ὁ μετά τινος ἐργαζόμενος, συνεργὲς εὐλόγως γενόμενον Ἀριστέας περὶ τῶν Ἑβδομ. σ. 125.