Πηνελόπεια

From LSJ
Revision as of 10:01, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πηνελόπεια Medium diacritics: Πηνελόπεια Low diacritics: Πηνελόπεια Capitals: ΠΗΝΕΛΟΠΕΙΑ
Transliteration A: Pēnelópeia Transliteration B: Pēnelopeia Transliteration C: Pinelopeia Beta Code: *phnelo/peia

English (LSJ)

ἡ, Penelope, Od.24.194, etc.; Πηνελόπη, first in Hdt. 2.145, Ar.Th.547; Dor.

   A Πᾱνελόπᾱ AP6.289 (Leon.).

Greek (Liddell-Scott)

Πηνελόπεια: ἡ, θυγάτηρ τοῦ Ἰκάρου, γυνὴ τοῦ Ὀδυσσέως, Ὀδ. Ω. 195, κτλ.· Πηνελόπη, πρῶτον παρ᾿ Ἡροδ. 2. 145, Ἀριστοφ. Θεσμ. 547· Δωρ. Πανελόπᾱ, Ἀνθ. Π. 6. 289. (Τὸ ὄνομα αὐτῆς σχετίζεται πρὸς τὴν μυθικὴν διήγησιν περὶ τοῦ ὑφάσματος ὅπερ ὕφαινε (πήνη, πηνίον), οἱονεὶ ἡ Ὑφάντρια, ἴδε Ὀδ. Τ. 138-158.)