ἔπισσαι
From LSJ
English (LSJ)
αἱ, Ion.,
A = ἐπιγινόμεναι τοῖς προγόνοις, Hecat.363J.; cf. μέτασσαι. ἔπισσον· τὸ ὕστερον γενόμενον, Hsch.
German (Pape)
[Seite 981] αἱ, = ἐπιγιγνόμεναι, Hecat. bei E. M. Vgl. μέτασσαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἔπισσαι: -αἱ, = ἐπιγιγνόμεναι, Ἑκαταίου Ἀποσπ. 367. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἔπισσα· ὕστερον γενομένη. νεωτέρα». Ἴδε καὶ Ἀνέκδ. Κραμήρου τ. 1. σ. 280. 27 ἐν λέξει μέτασσα.