ἀποκαθίστημι

Revision as of 10:03, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

English (LSJ)

later

   A ἀπεκατέστησα PTeb.413.4 (ii/iii A.D.): pf. -καθέστᾰκα Plb.21.11.9

{{ |= Anon. Vat.40." }}

German (Pape)

[Seite 305] (s. ἵστημι), wieder in seine alte Lage setzen, wiederherstellen, Plat. Locr. 100 c; ἀποκατέστασε τὰν πάτριον πολιτείαν, Pseph. der Byz., Dem. 18, 90; τὸ πάτριον πολίτευμα Pol. 9, 36; τινὰ εἰς οἶκον 8, 29, u. öfter; zurückgeben, ὁμήρους 3, 98; intrans., ἀποκατέστησαν εἰς τὴν ἐξ ἀρχῆς κατάστασιν 25, 1; absolut, 2, 41. Er braucht auch ἀποκαθέστακα als trans. Pers., 21, 9; πολίτας Plut. Alex. 7, in ihre alten Verhältnisse wieder einsetzen; ἑαυτὸν εἰς ἐκεῖνον τὸν χρόνον, sich in jene Zeit zurückversetzen, Consol. ad ux. 8; pass., restituirt werden, D. Sic. 13, 92. – Med., von Krankheiten, aufhören, Hippocr.; κίνησις ἀποκαθισταμένη, die sich legt, Plut. S. N. V. 22.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκαθίστημι: μέλλ. -καταστήσω: πρκμ. -καθέστακα, Πολύβ. 21. 9, 9. Ἀποκαθιστῶ, δίδω τι εἰς ὃν ἀνήκει, ἤν που ἴδῃ ἵππον ὄντα, λαβὼν καὶ χρησάμενος καλῶς ἀποκαθίστησιν Ξεν. Λακ. 6. 3· ἐπαναφέρω τι εἰς τὴν προτέραν αὐτοῦ κατάστασιν, καὶ ἀποκατέστασε τὰν πάτριον πολιτείαν Ψήφισμ. Βυζαντίων παρὰ Δημ. 256. 3· πολίτας Πλουτ. Ἀλέξ. 7· ἀπ. τινί τι, ἐπιστρέφω τι εἴς τινα, ἀποδίδω, Πολύβ. 3. 98, 7, κτλ.· ἀπ. εἰς αὐτὰν (ἐνν. φύσιν) Τίμ. Λοκρ. 100C, πρβλ. Ἀριστ. Μεγ. Ἠθ. 2. 7, 11· εἰς τὸ αὐτὸ ὁ αὐτ. Μεταφ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἀπ. ἑαυτὸν εἰς… φέρω ἐμαυτὸν ὀπίσω εἰς..., Πλούτ. 2, 660D· ἐπί..., Διόδ. 5. 23: - θεραπεύω, ἐπανορθῶ, Διοσκ. 1, 77, κτλ. ΙΙ. Παθ., μετὰ παθ. πρκμ. ἀποκαθέστᾰμαι, ἀόρ. -εστάθην [ᾰ]: ὡσαύτως ἀόρ. β΄ (φωνῆς ἐνεργ.) ἀποκατέστην: - ἀποκαθίσταμαι, Ἀριστ. Κατηγ. 8. 14 κ. ἀλλ.· ἀπ. εἰς τὴν ἐξ ἀρχῆς κατάστασιν Πολύβ. 25. 1, 1· ἐπὶ ἀσθενειῶν, ὁκόσα ποδαγρικὰ νουσήματα γίνονται, ταῦτα ἀποφλεγμήναντα ἐν τεσσαράκοντα ἡμέρῃσιν ἀποκαθίστανται, πραΰνονται, ἐπανέρχονται εἰς τὴν ἐξ ἀρχῆς κατάστασιν, Ἱππ. Ἀφ. 1258· ἀπ. εἴς τι καθίσταμαι τοῦτο ἢ ἐκεῖνο, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 4. 14, 5, πρβλ. Πολύβ. 2. 41, 14· ὡσαύτως, δένδρον τὸ ἔχον σκληρὸν τὸν φλοιὸν στεῖρον ἀποκαθίσταται, γίνεται, ἀποβαίνει ἄγονον, Ἀριστ. περὶ Φυτ. 1. 6, 6.