κροκόβαπτος
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
ον,
A saffron-dyed, A.Pers.660.
German (Pape)
[Seite 1511] mit Saffran gefärbt, ποδὸς εὔμαρις Aesch. Pers. 660.
Greek (Liddell-Scott)
κροκόβαπτος: -ον, βεβαμμένος διὰ κρόκου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 66.