ξύλωσις
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
English (LSJ)
εως, ἡ,
A wood-work of a building, ἡ ξ. τῶν οἰκιῶν Th.2.14 ; στοιῆς Milet.3.32 (iii B.C.), J.AJ3.6.5.
German (Pape)
[Seite 282] ἡ, der hölzerne Theil des Hauses, das Balkenwerk, τῶν οἰκιῶν καθαιροῦντες τὴν ξύλωσιν, Thuc. 2, 14, vgl. 4, 48.
Greek (Liddell-Scott)
ξύλωσις: ἡ, τὸ ξύλινον μέρος τῆς οἰκίας, ὁ ἐκ ξύλων σκελετὸς αὐτῆς, ἡ ξυλικὴ αὐτῆς, ἡ ξ. τῶν οἰκιῶν Θουκ. 2. 14, πρβλ. Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 5. ΙΙ. ἡ εἰς ξύλον μεταβολή, Ἰω. Δαμασκ. ἐν Ἑλλ. Πατρολ. Mig. τ. 95, σ. 413.