δρακοντίας
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
English (LSJ)
πυρός, ὁ, a wheat
A with coarse straw, Thphr.CP3.21.2. 2 δ. πελειάς, ἡ, a kind of pigeon, Nic.Fr.73. 3 δ. σίκυς, = σ. ἄγριος, Euthyd. ap. Ath.3.74b. 4 stone found in a serpent's head, Plin.HN37.158.
German (Pape)
[Seite 664] ὁ, = δρακόντειος, E. M.; – πυρός, eine Weizenart, Theophr.; – σικυός, eine Gurkenart, Ath. III, 74 b; – λίθος, ein Edelstein, Plin.
Greek (Liddell-Scott)
δρᾰκοντίας: πυρός, ὁ, εἶδος σίτου, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 21, 2· ― δρακοντίας σικυὸς Ἀθήν. 74Β. 2) δρακοντιὰς πελειάς, ἡ, εἶδος περιστερᾶς, Νίκ. παρ’ Ἀθην. 395C.