ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland
διαναπείρω: (μόνον ποιητ. διαμπείρω) διαπερῶ, διατρυπῶ, Κόϊντ. Σμ. 1. 614.