ἀπομειουρίζω

Revision as of 10:07, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

or ἀπομειουρ-μυουρίζω, (μείουρος)

   A make to taper off to a point, Nicom.Ar.2.13; of a root, Herod.Med. ap. Orib.8.4.3.

German (Pape)

[Seite 314] abstumpfen, Nicom. arithm.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπομειουρίζω: (μείουρος) ἀποτελειώνω τι οὕτως ὥστε νὰ καταλήγῃ εἰς ὀξύ, ὡς ἡ μονὰς ἀπομειουρίσῃ τὴν τελείωσιν τῆς πυραμίδος Νικομάχ. Ἀριθμ. 125.