συννεφέω

From LSJ
Revision as of 10:08, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323

Greek (Liddell-Scott)

συννεφέω: (ἢ κατὰ Κόβητ. Var. Lect. σελ. 134 συννέφω), πρκμ. συννένοφα· ― συνάγω νεφέλας, συννέφειαν ποιῶ, Ζεὺς ξυννεφεῖ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1502· σ. τὸ περιέχον Πλούτ. 2. 641D· ― ὡσαύτως ἀπροσ., συννεφεῖ, εἶναι «συννεφιά», (ὡς τὸ ὕει, νίφει, κτλ.), εἰ συννεφεῖ, εἰκὸς ὗσαι Ἀριστ. Ρητ. 2. 19, 24· ξυννένοφε Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 142. ― Καθ’ Ἡσύχ.· «συννένοφεν· ἐσκυθρώπακεν». ΙΙ. μεταφ., ἐπὶ προσώπων, συννεφοῦσαν ὄμματα, ἔχουσαν βλέμμα σκοτεινὸν καὶ κατηφές, Εὐρ. Ἠλ. 1078. κύψασα κάτω καὶ ξυννενοφυῖα βαδίζει Ἀριστοφάν. Ἀποσπ. 349, πρβλ. Φιλόστρ. 508· ἤρετο διὰ τί συννένοφεν Δίων Κ. 55. 11. 2) εἶμαι ὑπὸ νέφος, διατελῶ ἐν δυστυχίᾳ, ἀντίθετ. τῷ εὐτυχεῖν, Εὐριπ. Ἀποσπ. 332. 7, πρβλ. Εὐστ. 127. 27. ― Ἴδε Χαριτωνίδ. Ποικ. Φιλολ. Τόμ. Αϳ, σ. 760 κἑξ.