οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
Full diacritics: καταπεπτηυῖα | Medium diacritics: καταπεπτηυῖα | Low diacritics: καταπεπτηυία | Capitals: ΚΑΤΑΠΕΠΤΗΥΙΑ |
Transliteration A: katapeptēyîa | Transliteration B: katapeptēuia | Transliteration C: katapeptivia | Beta Code: katapepthui=a |
Ep. fem. pf. part. of καταπτήσσω.
καταπεπτηυῖα: (καὶ καταπεπτηὼς) Ἐπικ. θηλ. μετοχ. πρκμ. τοῦ καταπτήσσω.