Ὑακίνθια
From LSJ
παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die
English (LSJ)
[ῠ], τά (sc. ἱερά), a Laconian festival in honour of Hyacinthus, Hdt.9.7,11, Th.5.23, X.HG4.5.11, etc.; Cretan φᾰκίνθια SIG56.17 (Argos, v B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
Ὑακίνθια: (ἐξυπακ. ἱερά, τά, ἑορτή τις τῶν Λακεδαιμονίων εἰς τιμὴν τοῦ Ὑακίνθου τελουμένη κατὰ τὸν μῆνα Ἑκατομβαιῶνα, Ἡρόδ. 9. 6, 11, Θουκ. 5. 23, Ξεν., κλπ., πρβλ. Müller. Δωρ. 2. 8. § 15, Πολυκράτ. κατὰ Δίδυμ. τὸν Γραμματικὸν παρ’ Ἀθην. 139D, Ἡσύχ.