ἀπορρέμβομαι
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
English (LSJ)
A wander from, c.gen., τῆς παρατηρήσεως M.Ant.3.4: abs., hesitate, Id.4.22.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπορρέμβομαι: ἀποθ. ἀποπλανῶμαι, διστάζω, ταλαντεύομαι, Μ. Ἀντων. 3. 4., 4. 22.