συρίσδω
From LSJ
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
English (LSJ)
A v. συρίζω. συρίσκος, σύρισσος, ὁ, v. ὑρισός.
German (Pape)
[Seite 1040] dor. statt συρίζω, Theocr. 1, 3.
Greek (Liddell-Scott)
σῡρίσδω: Δωρ. ἀντὶ συρίζω, Θεόκρ. 1. 3, κτλ.