δεξιοβόλος
From LSJ
γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
English (LSJ)
A v. δεξιολάβος.
German (Pape)
[Seite 546] mit der Rechten werfend, N. T., v. l. für δεξιολάβος.
Greek (Liddell-Scott)
δεξιοβόλος: ὁ, ἴδε δεξιολάβος.