διαχάλασις
From LSJ
English (LSJ)
[χᾰ], εως, ἡ,
A disjoining in the sutures of the skull, Hp. VC12.
German (Pape)
[Seite 613] ἡ, das Nachlassen, die Erweiterung, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
διαχάλᾰσις: -εως, ἡ, χαλάρωσις τῆς ἑνώσεως τῶν ὀστῶν τοῦ κρανίου, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 903·- διαχάλασμα, τό, χάσμα, κενὸν ἐκ χαλαρότητος, Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 22.