γαργαλισμός

Revision as of 10:16, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

English (LSJ)

ὁ,

   A tickling (γέλως διὰ κινήσεως τοῦ μορίου τοῦ περὶ τὴν μασχάλην Arist.PA673a8), Hp. Alim.26, Pl.Smp.189a (pl.), Phdr.253e, Epicur.Fr.412 (pl.); ἐν τῷ σώματι διέδραμε γ. Hegesipp.1.16; ἡδονὴ γαργαλισμοῦ ἐφίεται Ph.1.118, cf. 212 (pl.), Plu.2.765c: γάργαλος, ὁ (more Att. acc. to Moer., cf. Ar. Th.133), and γαργάλη, ἡ, are cited by Erot. s.v. γαργαλισμός, fr. Ar.Fr.175 and Diph.25.

German (Pape)

[Seite 475] ὁ, das Kitzeln, Jucken, τοιοῦτος ἐν τῷ σώματι διέδραμε γαργ. Hegesipp. com. Ath. VII, 290 (v. 16); Plat. Phaedr. 253 e; im Conv. 189 a wird das Niesen dazu gerechnet; auch Sp., wie Plut.; Ath. XII, 546 e.

Greek (Liddell-Scott)

γαργαλισμός: ὁ, τὸ γαργάλισμα, Λατ. titillation, (γέλως διὰ κινήσεως τοῦ μορίου τοῦ περὶ τὴν μασχάλην Ἀριστ. Ζῴ. Μ. 3. 10, 8), Πλάτ. Συμπ. 189A, Φαίδρ. 253E, Ἡγήσιππ. Ἀδελφ. 1. 16· -ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 133 (καὶ πιθ. Ἀποσπ. 218), γάργαλος, ὁ, ὅπερ λέγεται ἀττικώτερον· ὡσαύτως ἀναφέρεται θηλυκὸν γαργάλη ὑπὸ Ἐρωτιαν. σ. 114.