ἐγρηγορικός
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
English (LSJ)
ή, όν,
A waking, πράξεις, κινήσεις, Arist.Somn.Vig.456a28, Div.Somn.463a
German (Pape)
[Seite 712] wachsam, munter, bes. was im Zustande des Wachens geschieht, πράξεις Arist. somn. 2 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγρηγορικός: -ή, -όν, ἐγρηγορώς, ἔξυπνος ἢ ὁ ἐν ἐγρηγόρσει γινόμενος, πράξεις, κινήσεις Ἀριστ. π. Ὕπν. καὶ Ἐγρηγόρσ. 2. 19, κτλ.