κολοκάνος
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
ὁ,
A v. κολεκάνος.
German (Pape)
[Seite 1474] ὁ, v. l. für κολεκάνος.
Greek (Liddell-Scott)
κολοκάνος: ὁ, ἴδε κολεκάνος.