καλλιπάρθενος

From LSJ
Revision as of 10:19, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλιπάρθενος Medium diacritics: καλλιπάρθενος Low diacritics: καλλιπάρθενος Capitals: ΚΑΛΛΙΠΑΡΘΕΝΟΣ
Transliteration A: kallipárthenos Transliteration B: kalliparthenos Transliteration C: kalliparthenos Beta Code: kallipa/rqenos

English (LSJ)

ον,

   A with beautiful nymphs, Νείλου . . κ. ῥοαί E.Hel.1; δέρη κ. neck of a beauteous maiden, Id.IA 1574:—later καλλι-παρθένιος, ον, πηγή Inscr.Magn.252.

German (Pape)

[Seite 1310] mit schönen Jungfrauen; Νείλου ῥοαί Eur. Hel. 1; δέρη, der schönen Jungfrau Hals, I. A. 1574.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιπάρθενος: -ον, ἔχων ὡραίας παρθένους, δηλ. νύμφας, Νείλου.. καλ. ῥοαὶ Εὐρ. Ἑλ. 1· δέρη καλ., λαιμὸς καλῆς παρθένου, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 1574. ΙΙ. παρὰ μεταγ., = καλὴ παρθένος, Λοβέκ. εἰς Φρύν. σ. 600.