ἀπομακρύνομαι

From LSJ
Revision as of 10:19, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μηδείς ἀγεωμέτρητος εἰσίτω μου τὴν στέγην → let no one ignorant of geometry come under my roof

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀπομακρύνομαι: ὡς καὶ νῦν, τόποι ἀπομεμακρυσμένοι τοῦ ἡλίου οὐκ εἰσὶ πολλῶν βοτανῶν γεννητικοὶ Ἀριστ. περὶ Φυτ. 2. 6, 2, πρβλ. 1. 1, 17· ― ὁ ἐνεργ. τύπος ἀπαντᾷ παρὰ μεταγεν., τῶν ἐντολῶν τοῦ θεοῦ ἑαυτοὺς ἀπομακρυνάντων Ἰω. Χρυσ. Ψαλμ. 118, τ. 1. σ. 1004, 19, κ. ἄλλοι Ἐκκλ.