Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
τεθορῠβημένος: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ θορυβέω, μετὰ θορύβου, ἐν συγχύσει, ἄνευ τάξεως, ἀποχωρεῖν τε ἠναγκάζοντο τεθορυβημένως Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 5.