ἀμφοτέρωσε
From LSJ
English (LSJ)
Adv.
A to both sides, γεγωνέμεν ἀ. Il.8.223, 11.6.
German (Pape)
[Seite 146] nach beiden Seiten hin, Il. 8, 223. 11. 6. 12, 287; – sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφοτέρωσε: ἐπίρρ., πρὸς ἀμφότερα τὰ μέρη, γεγωνέμεν ἀμφ. Ἰλ. Θ. 223, Λ. 6.