ἀδήϊος
From LSJ
Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein
English (LSJ)
contr. ἀδῆος, Dor. ἀδάϊος, ον,
A unmolested, unravaged, ἀδῇον . . σπαρτῶν ἀπ' ἀνδρῶν S.OC1533: of persons, not harmed, A.R. 4.647.
German (Pape)
[Seite 33] Ap. Rh. 4, 647, wie ἀδῇος, Soph. O. C. 1536, unangefeindet.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδήϊος: συνῃρ. ἀδῇος, Δωρ. ἀδάϊος, ον, ὁ μὴ προσβεβλημένος, μὴ κατεστραμμένος, ἀδῇον. σπαρτῶν ἀπ’ ἀνδρῶν, Σοφ. Ο. Κ. 1533· ἐπὶ προσώπων, οὐχὶ ἐχθρικός, Ἀπολλ. Ρόδ. 4. 647.