ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea
[Seite 336] mißtönend, mißhällig, Clem. Al.
ἀπόχορδος: -ον, παράχορδος, ἵνα μὴ τινες ἔκτονον καὶ ἀπόχορδον ᾄσωσιν Κλήμ. Ἀλ. Στρ. 2. 493, 33.