ἀνθήλη
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A the silky flower-tufts of the reed, Thphr.HP4.10.4, Dsc. 1.85, cj. for ἀνθίνη in Phan.Hist.25:—ἀνθήλη· πώγων, Hsch. (cf. ἀνθήλη πυρός Id.).
German (Pape)
[Seite 232] ἡ, die Blüthe, bei Diosc. ἄνθος ἐκπαππούμενον, dic Federkrone der Blüthe, dah. auch der haarige Blumenbüschel des Rohrs, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθήλη: ἡ, (ἀνθηλὸς ἀντὶ ἀνθηρὸς) ὁ χνουδωτὸς στάχυς, κοιν. «φοῦντα» τοῦ καλάμου, Λατ. panicula, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 4. 10, 4, Διοσκ. 1. 114.