ὀσφράδιον
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
English (LSJ)
τό,
A nosegay, Eust.46.3.
German (Pape)
[Seite 401] τό, = ὀσφραντήριον, sp. Medic.; vgl. Lob. Phryn. 74.
Greek (Liddell-Scott)
ὀσφράδιον: τό, = ὀσφραντήριον, Εὐστ. 46. 3, κτλ.· ἴδε Δουκάγγ. -Ἴδε Κόντου Φιλολ. Παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς τ. Θ. σ. 81.