ἐπιστροφίς
From LSJ
English (LSJ)
(A), ίδος, ἡ,
A dislocation, Hsch. 2 in pl., curls, Eust.1561.38.
ἐπιστροφ-ίς (B), ίδος, ἡ, = Lat.
A anaticula (part of a door), Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστροφίς: -ίδος, ἡ, «ὅταν ἡ ὀσφὺς ᾖ στρεβλὴ» Ἡσύχ.: ― κατὰ πληθ., «τρίχες συνεστραμμέναι» Ἡσύχ.· ― «οἱ δὲ παλαιοί, φασὶ καὶ ὅτι οὐ μόνον οὖλαι ἀλλὰ καὶ ἐπιστροφίδες, αἱ συνεστραμμέναι τρίχες. Εὐστ. 1561. 38.