νικουργός
From LSJ
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
Greek (Liddell-Scott)
νικουργός: -όν, ὁ ἐργαζόμενος νίκην, νικητής, Ν. Χων. ἐν Σά. Μεσ. βιβλ. τ. Α΄, σ. 119.