συμπλάζομαι
From LSJ
πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once
English (LSJ)
f.l. in S.Fr.373.5 for συνοπάζεται.
German (Pape)
[Seite 987] (s. πλάζομαι), = Folgdm.
Greek (Liddell-Scott)
συμπλάζομαι: τῷ ἑπομ., Σοφ. Ἀποσπ. 342 (Δινδ., τὰ Ἀντίγραφα Διον. τοῦ Ἁλ. ἔχουσι συνοπάζεται), Νικήτ. Χρον. 24C.