πυρίφατος
From LSJ
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
English (LSJ)
ον, (
A θείνω 11) slain by fire, A.Supp. 633 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 823] vom Feuer zerstört, πὁλις, Aesch. Suppl. 627.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρίφᾰτος: -ον, (πέφαμαι) ὁ πυρὶ ἀναλωθείς, πυρίφατον τάνδε πελασγίαν [πόλιν] Αἰσχύλ. Ἱκ. 633.