ὑαλοειδής

From LSJ
Revision as of 10:31, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑᾰλοειδής Medium diacritics: ὑαλοειδής Low diacritics: υαλοειδής Capitals: ΥΑΛΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: hyaloeidḗs Transliteration B: hyaloeidēs Transliteration C: yaloeidis Beta Code: u(aloeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like glass, glassy, transparent, ὑγρόν vitreous humour, Gal.UP14.6, cf. Id.19.358; ἥλιος Philol. ap. Placit.2.20.12 (also ὑελ- ib. 2.25.11); ὁ ὑ. χιτὼν ὀφθαλμοῦ the crystalline lens of the eye, Medici ap.Poll.2.71.    2 ἡ ὑ. λίθος a precious stone, perh. topaz, Thphr.Lap.30; ὑαλοειδέες . . τόπαζοι Orph.L.280. [v. ὕαλος fin.]

German (Pape)

[Seite 1168] ές, 1) glasartig, durchsichtig wie Glas; Hippocr.; Plut. plac. phil. 2, 20. – 2) ὁ ὑαλοειδής, eine Steinart, vielleicht unser Topas od. Hyacinth, Theophr. – [Υ wird bei den epischen Dichtern auch

Greek (Liddell-Scott)

ὑᾰλοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς ὕαλον, διαφανής, χυμὸς Πραξαγ. παρὰ Γαλην.· ἥλιος Φιλόλ. παρὰ Πλουτ. 2. 890Α· ὁ ὑαλ. χιτὼν ὀφθαλμοῦ, ὁ τρίτος χιτὼν τοῦ ὀφθαλμοῦ ὃς καὶ φακοειδὴς καὶ κρυσταλλοειδὴς λέγεται ὑπὸ τῶν ἰατρῶν, Πολυδ. Β΄, 71. 2) ὁ ὑαλ. λίθος, πολύτιμός τις λίθος, τὸ νῦν καλούμενον τοπάζιον, Θεοφρ. περὶ Λίθων 30, πρβλ. Ὀρφ. Λιθ. 277. [Ἴδε ὕαλος ἐν τέλει].