ὑπενδίδωμι
From LSJ
English (LSJ)
A give way a little, Th.2.64, Ph.1.456; c. dat., φίλτροις Id.2.10; of the legs, Sor.1.113.
German (Pape)
[Seite 1187] (s. δίδωμι), ein wenig od. allmälig nachgeben; Thuc. 2, 64; Plut. virt. mor. 7.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπενδίδωμι: ἐνδίδω, ὑποχωρῶ ὀλίγον, Θουκ. 2. 64, Φίλων, κλπ. ΙΙΙ. μετ’ ἀπαρ., ὑπ. τινι ποιεῖν, ἐπιτρέπω εἴς τινα νά..., Συλλ. Ἐπιγρ. 5772.